- διάσειστος
- διάσειστος, -ον (Α) φρ. «διάσειστοι ἀστράγαλοι, κύβοι» — για τα ζάρια που τα έχει κανείς κουνήσει με τα χέρια και κατόπιν τα ρίχνει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διάσειστον — διάσειστος shaken about masc/fem acc sg διάσειστος shaken about neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασείστους — διάσειστος shaken about masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάσειστοι — διάσειστος shaken about masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευδιάσειστος — εὐδιάσειστος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που σείεται εύκολα («διὰ τὸ φύλλον εὐδιάσειστον εἶναι παντὶ ἀνέμῳ», Ε. Μ.) 2. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ανασκευάσει, να αναιρέσει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διάσειστος (< διασείω)] … Dictionary of Greek